- συνεκκλύζον
- συνεκκλύζωwash out togetherpres part act masc voc sgσυνεκκλύζωwash out togetherpres part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεκκλύζω — Α ξεπλένω, καθαρίζω συγχρόνως («τὸ ὑγρὸν... μεθ ἑαυτοῡ συνεκκλύζον ἁπάσας λαμβάνει τὰς τῶν χρωμάτων δυνάμεις», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκλύζω «ξεπλένω, καθαρίζω»] … Dictionary of Greek